- επιβαπτίζω
- ἐπιβαπτίζω (Α) [επιβάπτω]καλύπτω μέσα στο νερό, βυθίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιβαπτίζοντα — ἐπιβαπτίζω sink pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπιβαπτίζω sink pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβαπτίσειν — ἐπιβαπτίζω sink fut inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφτίζω — (AM βαπτίζω) 1. (για ιερέα) τελώ το μυστήριο του βαπτίσματος 2. βυθίζω σε νερό ή άλλο υγρό («βάφτισε ο παπάς τον σταυρό στη λεκάνη», «ὁ διάβολος βαπτίσας τὸν ἀκροατήν ὕπνῳ») μσν. νεοελλ. 1.βαφτίζω κάποιον ως ανάδοχος («αναδέχομαι εκ της… … Dictionary of Greek